I, that deny'd thee gold, will give my heart: Sheathe your dagger: Hath Cassius lived Bru. When I spoke that, I was ill-temper’d too. Cas. Have you not love enough to bear with me, Yes, Cassius; and, henceforth, When you are over-earnest with your Brutus, He'll think your mother chides, and leave you so. δώσω, φθονήσας χρημάτων, τουμόν κέαρ. 15 παϊ”, ως πάροιθε Καίσαρ'· ευ δ' επίσταμαι, κείνον, μάλιστα καίπερ εχθαίρων, όμως μάλλον τότ' έφίλεις, ή συ Κάσσιόν ποτε. ΒΡ. Κολεών έσωθεν φάσγανον μέθες πάλιν θυμού δ', όταν περ και θέλης» έξεστί σοι: 20 σπινθήρ' αφήκε, κατ' ανεψύχθη πάλιν. 25 ΚΑΣ. άρ' εις τόδ' ήκει Κάσσιος, Βρούτω φίλο άπας γενέσθαι παίγμα και γέλως, όταν λύπαι νιν εξαίρωσι, και θυμός βαρύς ; BP. λέγων εκείνα καυτός ήν εγώ βαρύς. ΚΑΣ. ξύμφης τόδ' ; ούκουν δεξιάν δώσεις χέρα και 30 BP. και καρδίαν γ'. ΚΑΣ. ώ Βρούτε. BP. πή λέγεις τόδε ; ΚΑΣ. άρ' ου φιλείς τοσόνδε μ', ώστε καρτερείν, εί μ' η θρασεία, την έχω μητρός πάρα, φύσις τίθησι των καλών αμνώμονα ; BP. μάλισθ', όταν δ' ούν γλώσσ’ υπέρπικρος σέθεν εις Βρούτον ή τα λοιπά, ταύθ' ηγούμενος σην μητέρ', ου σε, κερτομεϊν, ανέξομαι. This Royal Infant, (Heaven still move about her!) ΠΑΙΣ ήδε βασιλις, ίλεων έχοι θεόν, εν σπαργάνοις περ, εύχεται ταύτη χθονί δότειρ’ έσεσθαι μυρίων ευπραξίων, αι ξυν χρόνω λάμψουσιν έκφανίσεται, παύροι δε τών νυν τούτ' επόψονται βροτών, τοϊς τηνικαύτα τοίς τ' έπειτα κοιράνοις κλεινόν τι παράδειγμ'· ου γαρ ήν Σάβη πάλαι σοφής προνοίας καρετής τοσόσδ' έρως όσος ποτ' έσται τήδε πάνθ' ά κoιράνω, και πάνθ' & σεμνή παρθένο πρέποντ’ έφυ, 10 και πάνθ' όσ' έστιν εν βροτοίς εσθλούς καλά, εν τηδ' ένεσται, και διπλώς φανήσεται. αεί νιν αλήθεια παιδεύσει φίλως, ευ νουθετήσει κέδν' αεί φρονήματα. άνδρων έρωτα τεύξεται, δέος θ' άμα: υπηκόους γάρ φιλτάτη γενήσεται, φρίξουσι δ' εχθροί, γηγενής ώσπερ στάχυς, υπ' άλγέων νεύοντες εις πέδον κάρα. άπαν το χρηστών τήδε σύμφυτον πέλει. έπί τήσδε, πώς τις, ήμενος παρ' άμπελον, 20 καρπώσεται γης δώρα, δαϊτ' αύτόσπορον, φιλούς ξυνάδων τερπνόν ειρήνης νόμον. το Θείον ορθώς έν βροτοίς γνωσθήσεται. οι δ' αμφί ταύτην εκμαθήσονται σαφώς, ταύτην βλέποντες, παντελή τιμής οδόν, έργων αγαυών μάλλον ή γένους χάριν κάλον θέλοντες στέφανον ευκλείας έχειν. Nor shall this peace sleep with her: but, as when (1824. MERCHANT OF VENICE. ACT 4. Sc. 1. Por. Of a strange nature is the suit you follow; Ant. Aye, so he says. Do you confess the bond ? Then must the Jew be merciful. Por. The quality of mercy is not strain’d: |